μοσχοστάφυλο

μοσχοστάφυλο
το мускат (сорт винограда)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μοσχοστάφυλο" в других словарях:

  • μοσχοστάφυλο — και μοσκοστάφυλο, το βοτ. είδος σταφυλιού, το σταφύλι τής ποικιλίας μοσχάτο από το οποίο παράγεται το ομώνυμο κρασί …   Dictionary of Greek

  • μοσκοστάφυλο — το βοτ. βλ. μοσχοστάφυλο …   Dictionary of Greek

  • μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»